ἀξιόπιστος — trustworthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόπιστος — η, ο επίρρ. α ο άξιος εμπιστοσύνης: Αυτός που αναφέρει την είδηση είναι συγγραφέας αξιόπιστος. Το ουδ. ως ουσ., το αξιόπιστο η αξιοπιστία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιοπιστότερον — ἀξιόπιστος trustworthy adverbial comp ἀξιόπιστος trustworthy masc acc comp sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστοτάτων — ἀξιόπιστος trustworthy fem gen superl pl ἀξιόπιστος trustworthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστοτέρων — ἀξιόπιστος trustworthy fem gen comp pl ἀξιόπιστος trustworthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστότατον — ἀξιόπιστος trustworthy masc acc superl sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπίστω — ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπίστως — ἀξιόπιστος trustworthy adverbial ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόπιστον — ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem acc sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοπιστοτάτην — ἀξιόπιστος trustworthy fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)